ωκύνοος

ωκύνοος
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει ταχεία αντίληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + νόος / νοῦς (πρβλ. ὀξύ-νοος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὠκυνόους — ὠκύνοος quickly marking masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”